σκευοποίημα

σκευοποίημα
σκευοποί-ημα, ατος, τό, in pl.,
A mask and dress of a tragic actor, Id.Crass.33.
II trick, Hyp.Fr. 93.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • σκευοποίημα — ατος, τὸ, Α [σκευοποιῶ] 1. τέχνασμα, δόλος, πανουργία 2. (κυρίως στον πληθ.) τὰ σκευοποιήματα το προσωπείο και τα ενδύματα τού ηθοποιού τραγωδίας («τὰ μὲν τοῡ Πενθέως σκευοποιήματα παρέδωσε τινι τῶν χορευτῶν», Πλούτ.) …   Dictionary of Greek

  • σκευοποιήματα — σκευοποίημα mask and dress neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”